Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ



-Ένας σπουδαίος δάσκαλος ζωγραφικής καλεί τέσσερις απ’ τους μαθητές του και τους λέει: «Ξέρετε βέβαια ότι τα περισσότερα έργα της ζωγραφικής τα δημιουργούν οι μέτριοι κι οι κίβδηλοι ζωγράφοι. Θέλω να πω εκείνοι που αποθέτουνε το παν στην θεία έμπνευση κι επίνευση, χωρίς να προετοιμάζονται σκληρότατα, ώστε, όταν η έμπνευση τους έρθει, να ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν. Εκείνοι που περιφρονούν την τεχνική και που φαντάζονται πως ό,τι βγει αυθόρμητα είναι ό,τι πιο τέλειο μπορούνε να δημιουργήσουν. Εκείνοι που πιστεύουνε πως έχουνε «ταλέντο», ενώ δεν διαθέτουν παρά φαντασίωση. Εκείνοι που φαντάζονται ότι εκφράζουνε τον «ψυχικό τους κόσμο», ενώ απλώς είναι ευσυγκίνητοι και όχι καλλιτέχνες. Εκείνοι που θεωρούν τις γνώσεις περιττές, ενώ ο καλλιτέχνης πρέπει να γνωρίζει, ει δυνατόν, τα πάντα. Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η φιλοσοφία είναι περιττή ή που τσαλαβουτάνε στα ρηχά της. Εκείνοι που δεν νιώθουνε βαθύτατα υπεύθυνοι για ό,τι πράττουν και θεωρούν ότι δεν έχουνε να δώσουν σε κανέναν λόγο. Εσείς δεν είστε απ’ αυτούς. Οι μέτριοι φυσικά θα πνίξουν με τον όγκο τους ό,τι καλό δημιουργείτε εσείς, θα προσπαθήσουν να θολώσουν τις γραμμές που ξεχωρίζουν το αυθεντικό από το κίβδηλο και θα υποκλέψουν τις τιμές που προορίζονται για τους καλούς τεχνίτες. Αλλά παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες τους, πραγματικοί ζωγράφοι θα ‘στε μόνο εσείς.
»Τώρα γιατί σας κάλεσα. Είστε κι οι τέσσερις στο μέσο των σπουδών σας. Θ’ αρχίσετε από τώρα μια πτυχιακή σπουδή, όπου θα δείξετε τις γνώσεις σας, την έμπνευση και τη φιλοσοφία σας. Διαλέξτε ένα μοντέλο ή μερικά μοντέλα, και κάντε μια προσωπογραφία ή μια σύνθεση πολλών προσώπων. Δεν αποκλείω φυσικά την αυτοπροσωπογραφία ή τους συνδυασμούς. Αλλά προτού να ξεκινήσετε το έργο σας, θέλω να κάνετε μια ευρύτατη μα και βαθιά σπουδή επάνω στα μοντέλα σας. Θα μάθετε τα πάντα γύρω απ’ τη ζωή τους και τον χαρακτήρα τους, και θα τα βάλετε στο έργο σας.»
Στο τέλος των σπουδών παρουσιάζονται κι οι τέσσερις στον δάσκαλο και δείχνουν τη δουλειά τους. Ο πρώτος δείχνει έναν πίνακα, όπου το φως θριαμβεύει επάνω στις σκιές. «Δάσκαλε, λέει ο μαθητής. Μελέτησα με πάθος το μοντέλο μου, είδα καλά τις σκοτεινές πλευρές του, τρόμαξα κι απελπίστηκα, αλλά κατέληξα πως τα καλά υπερτερούν. Έτσι προτίμησα να μην τονίσω την κακία, που πάντοτε υποχωρεί στο τέλος. Γι’ αυτό ζωγράφισα αυτόν τον πίνακα, που είναι τόσο φωτεινός.»
Ο δεύτερος παρουσιάζει έναν πίνακα, όπου το φως και το σκοτάδι είναι μοιρασμένα, μια σύνθεση ρεαλιστική που αρνείται ν’ αποκρύψει κάτι. «Εγώ, λέει ο μαθητής, μελέτησα βαθιά όχι μονάχα ένα, αλλά τρία μοντέλα. Στο ένα υπερτερούσε το κακό, στο δεύτερο τα πάντα ήταν μοιρασμένα, το τρίτο ήτανε αδιάφορο. Ζυγιάζοντας με προσοχή τα τρία δεδομένα, έκανα αυτή τη σύνθεση, όπου όλα είναι ισορροπημένα, όπως και στην πραγματική ζωή.»
 «Αν τα καλά υπερτερούσαν τελικά, λέει με ειρωνεία ο τρίτος ο μαθητής, ή αν τα πράγματα ήτανε κάπως ισορροπημένα, τότε δεν θα καταβροχθίζαμε οι πάντες και τα πάντα. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο, όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά πως μέσα σε λίγες στιγμές διαγράφεται σαν βάρος άχρηστο πολιτισμός αιώνων. Καταλαβαίνετε λοιπόν, γιατί ζωγράφισα αυτόν τον πίνακα, που τον διασχίζουν μόνο μερικές αναλαμπές, όσο για να τονίσουν το σκοτάδι.»
Ο τέταρτος μαθητής δεν παρουσίασε έναν πίνακα, αλλά πολλά χαρτιά και δοκιμές. Ήταν κυρίως πρόσωπα, κάτι σαν άγγελοι, άλλοτε φωτεινοί κι άλλοτε μαύροι, που όμως δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, ήταν κάπως ξεκάρφωτοι, και η εντύπωση αυτή τονίζονταν από τους κύκλους που περιέβαλαν και κατά κάποιο τρόπο απομόνωναν κάθε μορφή. «Εγώ, απολογήθηκε ο μαθητής, αυτά τα χρόνια αγωνίστηκα να καταλήξω κάπου. Έβαζε μπρος πότε τις φωτεινές μορφές, πότε τις σκοτεινές. Πότε μεγάλωνα τις μεν και μίκραινα τις δε. Άλλοτε αναζητούσα μερικά σημεία, που να συνδέουν κάπως τ’ ασυμβίβαστα, αλλά απέρριπτα στο τέλος κάθε συνδετική γραμμή. Έτσι μου έμεινε μόνο η προσπάθεια για μια σύνθεση, που ίσως είναι αδύνατο να γίνει ή που δεν είμαστε προορισμένοι να πραγματοποιήσουμε εμείς.»